κυανόπρωρος

κυανόπρωρος
κυανόπρωρος και κυανοπρῴρειος, -ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α)
(για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ.
β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. βού-πρωρος, κριό-πρωρος. Ο τ. κυανοπρῴρειος είναι παράλληλος, παρεκτεταμένος (με επίθημα -ειος για μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυανόπρῳρον — κυανόπρῳρος darkprowed masc/fem acc sg κυανόπρῳρος darkprowed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανοπρωίρους — κυανόπρῳρος darkprowed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανοπρῴροιο — κυανόπρῳρος darkprowed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανοπρῴρου — κυανόπρῳρος darkprowed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανοπρώροιο — κυανόπρῳρος darkprowed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανόπρῳρα — κυανόπρῳρος darkprowed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

  • κυανέμβολος — κυανέμβολος, ον (Α) κυανόπρωρος* («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ βολος (< ἐμ βάλλω), πρβλ. τρι έμ βολος, χαλκ έμ βολος] …   Dictionary of Greek

  • κυανοπρώρειος — κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα (Α) βλ. κυανόπρωρος …   Dictionary of Greek

  • κυανώπης — κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ. β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.) 2. (για πλοίο) κυανόπρωρος* («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + ώπης (< ὤψ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”