κυανόπρῳρον — κυανόπρῳρος darkprowed masc/fem acc sg κυανόπρῳρος darkprowed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοπρωίρους — κυανόπρῳρος darkprowed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοπρῴροιο — κυανόπρῳρος darkprowed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοπρῴρου — κυανόπρῳρος darkprowed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοπρώροιο — κυανόπρῳρος darkprowed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανόπρῳρα — κυανόπρῳρος darkprowed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
κυανέμβολος — κυανέμβολος, ον (Α) κυανόπρωρος* («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ βολος (< ἐμ βάλλω), πρβλ. τρι έμ βολος, χαλκ έμ βολος] … Dictionary of Greek
κυανοπρώρειος — κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα (Α) βλ. κυανόπρωρος … Dictionary of Greek
κυανώπης — κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ. β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.) 2. (για πλοίο) κυανόπρωρος* («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + ώπης (< ὤψ,… … Dictionary of Greek